- ερειψίτοιχος
- ἐρειψίτοιχος, -ον (Α)αυτός που καταστρέφει, που γκρεμίζει τους τοίχους («δωμάτων ἐρειψίτοιχοι», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + τοίχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρειψίτοιχοι — ἐρειψίτοιχος overthrowing walls masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… … Dictionary of Greek